- γελοίος
- -α, -ο (AM γελοῑος, -α, -ον, Α και γέλοιος, -α, -ον)1. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος για γέλια2. άξιος για περιφρόνηση, αναξιόλογος3. το ουδ. ως ουσ. το γελοίοη γελοιότητααρχ.1. (για πρόσωπα) κωμικός, αστείος, περιπαικτικός2. (για επιχειρήματα) παράδοξος, αντιφατικός3. (πληθ. ουδ.) τὰ γελοῑατα αστεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (πρβλ. αιδοίος- αιδώς, ηοίος- ηώς)].
Dictionary of Greek. 2013.